Ενετοκρατία

Δεσπόζει μακέτα της ενετικής πόλης των Χανίων την οποία περιβάλλουν σπουδαία εκθέματα. Σπάνιο υλικό της Αρχαίας, της Μεσαιωνικής και της Σύγχρονης Ιστορίας.

Ξεχωρίζουν νομίσματα των Ρωμαϊκών, Βυζαντινών και Μεσαιωνικών χρόνων, όπως και μολύβδινες σφραγίδες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και της Μεσαιωνικής Ευρώπης. Χάρτες, ενετικά συμφωνητικά εμπορικών συναλλαγών, τίτλοι ιδιοκτησίας σημαντικών προσωπικοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Καθαρά πολεμικό πλοίο η "Βασίλισσα του Στόλου" των Ενετών. Κυριάρχησε στη Μεσόγειο από το 13ο μέχρι 18ο αιώνα, εγκαινιάζοντας τη ναυπήγηση ιστιοφόρων με πυροβόλα (2-5 στην πλώρη). Κατά βάση κωπήλατο σκάφος (220-260 κωπηλάτες). Ονομαζόταν και "πλωτό κάτεργο" επειδή είχε αλυσοδεμένους στους πάγκους σκλάβους και κατάδικους για κατώτερο πλήρωμα. Μόνιμα χαρακτηριστικά της: 1. η έλλειψη καταστρώματος, 2. το περιφερειακό ξύλινο τελάρο ("περίθρανος"), 3. ο στενός διάδρομος ("κουρσίβα") και 4. οι υπερκατασκευές στην πλώρη ("rambada") και στην πρύμνη ("cassaro").
O Φάρος των Χανίων βρίσκεται σε Βενετσιάνικο κτίσμα επί του κυματοθραύστη, χρονολογούμενο από το 1570. Αναστηλώθηκε κατά την περίοδο της Αιγυπτιακής κατοχής (1830-1840). Ουσιαστικά λειτούργησε για πρώτη φορά το 1839 ενώ γαλλική εταιρία ανέλαβε την ευθύνη της λειτουργίας του το 1864, οπότε κατασκευάστηκαν και οι φάροι Ρεθύμνου, Δρεπάνου και Σούδας. Πηγή ενέργειας τότε ήταν το φωτιστικό πετρέλαιο και το χαρακτηριστικό του ήταν τρεις αναλαμπές και φωτοβολία 20 μίλια. Για τη λειτουργία του φάρου ήταν απαραίτητη η παρουσία φαροφύλακα, ο οποίος κατά τη δύση του ήλιου έθετε σε λειτουργία το σύστημα του φωτισμού και "κούρδιζε" το τύμπανο, που περιτυλιγόταν το συρματόσχοινο, που κρεμόταν το αντίβαρο, ώστε να ενεργοποιήσει το σύστημα περιστροφής. Τα κρύσταλλα περιστρεφόμενα δημιουργούσαν την αναλαμπή μεγεθύνοντας την εστία φωτός. Η φωτιστική πηγή ήταν μία λάμπα (τύπου λουξ) η οποία άναβε με παροχή υπό πίεση πετρελαίου και αέρα "τρομπάροντας" με μοχλό, που βρισκόταν ενσωματωμένο στις φιάλες του καυσίμου.
 

Το νησί τής Κρήτης υπήρξε από τήν αρχαιότητα “μήλον τής έριδος” για τούς εκάστοτε διεκδικητές τής εμπορικής και ναυτικής κυριαρχίας στη Μεσόγειο. Ή καίρια γεωγραφική της θέση μεταξύ τριών ηπείρων την καθιστούσε σημαντική “σκάλα” για την ’Ανατολή και πολύτιμη ναυτική βάση για τον έλεγχο τής ευρύτερης περιοχής. Για τούς ίδιους προφανώς λόγους συγκέντρωσε επί αιώνες και το ζωηρό ενδιαφέρον των γεωγράφων και των χαρτογράφων. Οι πρώτες γνωστές απεικονίσεις της μάς παραπέμπουν στον 2ο μ.Χ. αιώνα, στο έργο τού μεγάλου Αλεξανδρινού γεωγράφου και χαρτογράφου Κλαύδιου Πτολεμαίου. Ή Γεωγραφική του Ύφήγησις, αντεγράφη κατά τούς βυζαντινούς χρόνους (13ος-15ος αί.) και χρησιμοποιήθηκε στη διδασκαλία τής γεωγραφίας.

Στα βυζαντινά αυτά χειρόγραφα συναντούμε για πρώτη φορά την Κρήτη, με σοβαρές αλλοιώσεις στο περίγραμμά της, να αποτυπώνεται επί τη βάσει των γεωγραφικών της συντεταγμένων. Με ανάλογο τρόπο σαν ένα μεγάλο ορθογώνιο, με έναν βαθύ κόλπο στη νότια ακτή τη συναντούμε και στον περίφημο Πίνακα τού Peutinger, τό μεσαιωνικό αντίγραφο ενός ρωμαϊκού οδικού χάρτη, ή σύνθεση τού οποίου τοποθετείται χρονολογικά από τούς μελετητές στα μέσα περίπου τού 3ου μ.Χ. αιώνα'. Επειδή δε ή Κρήτη εξακολουθούσε να αποτελεί κέντρο εμπορίου και στους ρωμαϊκούς χρόνους, όχι μόνον περιλαμβάνεται στο χάρτη, αλλά και σημειώνονται επ’ αυτής 17 (!) σταθμοί ανεφοδιασμού, σημεία, δηλαδή, όπου ό ταξιδευτής ή ό στρατιώτης μπορούσε να αναπαυθεί και να βρει τα χρειώδη για τη συνέχιση τού ταξιδιού του.

Μέχρι τούς μεσαιωνικούς χρόνους το σχήμα με το όποιο απεικονίζεται το νησί απέχει πολύ από την πραγματικότητα. ’Από τον 13ο αιώνα όμως, όταν αρχίζει να χρησιμοποιείται ή πυξίδα και εμφανίζεται ό “πορτολάνος” ό ναυτικός χάρτης στον όποιο περιγράφονται τα παράλια, αποτυπώνονται τα περιγράμματα των ακτών και επισημαίνονται τα σημεία όπου είναι δυνατή ή αποβίβαση και ό ανεφοδιασμός με νερό το σχήμα αυτό αλλάζει σχετικά. Ή Κρήτη άλλωστε έχει ήδη περιέλθει από το 1211 στα χέρια τής Γαληνοτάτης Δημοκρατίας τής Βενετίας'* και έχει καταστεί πολύτιμος κρίκος στήν αλυσίδα τών κτήσεών της. Ή ομηρική “έκατόμπολις” άποτελεΐ πλέον σημαντικότατο σταθμό γιά τό εισαγωγικό καί έξαγωγικό έμπόριο τής μεγαλύτερης ναυτικής δύναμης τής έποχής. Ή Candia, όπως άποκαλούσαν τήν Κρήτη οί Βενετοί, παίρνει τον τίτλο τού “Βασιλείου” (Regno di Candia), μολονότι δέν ήταν αύτό τό καθεστώς τής διοίκησής της, καί γίνεται γνωστή στά πέρατα τής γής. Στούς έπόμενους αιώνες κι ένώ οί άνακαλύψεις άλλάζουν τήν εικόνα τού γνωστού τότε κόσμου, ό πολιτικός καί οικονομικός της ρόλος στή Μεσόγειο ένισχύεται. Γι' αύτό καί στά έπιπεδόσφαιρα, τις συλλογές ναυτικών χαρτών ή καί τούς μεμονωμένους χάρτες τής Οικουμένης μέ τις ώραιότατες μικρογραφίες, τά πολύχρωμα άνεμολόγια καί τά γοητευτικά “ρόδα τών άνέμων”, πού σχεδιάζουν πυρετωδώς οί χαρτογράφοι, διακρίνει κανείς σχεδόν πάντα τό νησί, μέ τό περίγραμμα τών άκτών του ολοένα πλησιέστερα στή γεωγραφική πραγματικότητα.

Στις αρχές τού 15ου αιώνα εμφανίζονται καί τά νησολόγια (isolaria), ένα νέο λογοτεχνικό είδος, μέ ιδιότυπο, μικτό περιεχόμενο, πού άποτελεΐται άπό περιηγητικά κείμενα καί συνοδευτικούς χάρτες καί γοητεύει τό εύρωπαϊκό κοινό. Ή Κρήτη βρίσκεται πάντα στο επίκεντρο τού ένδιαφέροντος. ’ Ετσι, στά έργα τού Φλωρεντινού ιερωμένου Cristoforo Buondelmonti, Βιβλίο τών νήσων το Ο Αρχιπελάγους (1420) καί Περιγραφή τής Νήσου Κρήτης (1415), συναντούμε τούς πρώτους νεότερους χάρτες άφιερωμένους άποκλειστικά σ’ αυτήν. Τό ίδιο καί σέ μεταγενέστερα Isolaria, πού προήλθαν άπό έκεϊνο τού Buondelmonti, οπως τό Insularium Illustratum (1470-1480) τού Enrico Martello, τό έμμετρο Isolario τού Bartolomeo dalli Soneti (1485) ή καί έκεϊνο τού Benedetto Bordone, μέ τίτλο: Libro de tutte Vlsole del Mondo (1528).

Βρισκόμαστε πλέον στόν αιώνα τής τυπογραφίας καί ή χρήση της μεταβάλλει άρδην τά δεδομένα τής χαρτογραφίας. Τό κόστος άναπαραγωγής τών χαρτών μειώνεται καί ή κυκλοφορία τους πολλαπλασιάζεται έντυπωσιακά. ’Έκτοτε καί μέχρι τον 18ο αιώνα, στή διάρκεια δηλαδή τής άνθησης τής έντυπης χαρτογραφίας, τό νησί καταλαμβάνει περίοπτη θέση στά έργα τών Εύρωπαίων χαρτογράφων. Τά μεγαλύτερα χαρτογραφικά έργαστήρια τού άφιερώνουν μνημειώδεις χάρτες, άνεξάρτητους άπό τον λοιπό έλλαδικό χώρο, πλουσιότατα διακοσμημένους καί ολοένα περισσότερο άκριβεΐς. ’Ακόμα καί μετά τό 1669, όταν ολοκληρώνεται ή κατάληψή της άπό τούς Τούρκους, οί χάρτες τής “Νήσου τού Διός”, όπως συχνά άποκαλούν τήν Κρήτη οί χαρτογράφοι, έξακολουθοϋν νά περιλαμβάνονται στούς λαμπρούς άτλαντες τής έποχής καί νά κατακλύζουν τήν ευρωπαϊκή άγορά. Δέν είναι βεβαίως παράδοξο, αν ληφθεϊ ύπ’ όψιν ή φήμη της, άλλά καί τό γεγονός ότι ή ’Οθωμανική αύτοκρατορία παραχώρησε στή Γαλλία, τήν Όλλανδία καί τήν ’Αγγλία, ιδιαίτερα έμπορικά προνόμια στήν περιοχή.

Το κείμενο είναι από τις εκδόσεις «Μικρός Ναυτιίλος»

TOP