Το Ναυτικό Μουσείο Κρήτης ιδρύθηκε το 1973 με κύριους στόχους τη διατήρηση και την προβολή της Ναυτικής και Πολιτισμικής μας Παράδοσης αλλά και της Ιστορίας του τόπου μας και στο πλαίσιο αυτό τα τελευταία χρόνια προσπαθούμε με κάθε δυνατό τρόπο να προασπίζουμε τους στόχους αυτούς με τον συνεχή εμπλουτισμό των θεματικών μας συλλογών. Το τελευταίο χρονικό διάστημα εμπλουτίστηκε η συλλογή του Μουσείου μας με θέμα “Η Κρήτη στην Ιστορική Χαρτογραφία” με πρωτότυπους και εξαιρετικά σπάνιους χάρτες της Κρήτης του 17ου και 18ου αιώνα. Τρεις χάρτες μεγάλων διαστάσεων της Νήσου Κρήτης, έναν χάρτης μεγάλων διαστάσεων της Βαλκανικής Χερσονήσου και δεκατέσσερις χάρτες μικρότερων διαστάσεων, που χαρτογραφούνται επιμέρους περιοχές του νησιού.
Στο κέντρο της συλλογής δεσπόζουν μια χρωματισμένη χαλκογραφία του Ολλανδού χαρτογράφου Frederik De Wit (1634-1706), Η Νήσος Κρήτη και οι οχυρώσεις της “Insula Candia ejusque fortification” από το βιβλίο De Wit, Frederik, Atlas sive descriptio terrarum orbis, Άμστερνταμ, π. 1680 και μια χαλκογραφία του Γερμανού χαρτογράφου Matthäus Seutter (1678-1757), Το νησί της Κρήτης χωρισμένo σε τέσσερα μέρη και άποψη του Ηρακλείου “Candia” από το βιβλίο Seutter, Matthäus, Atlas novus, sive Tabula Geographicae Totius Orbis, Άουγκσμπουργκ, μετά το 1744. Οι χάρτες μεγάλων διαστάσεων ολοκληρώνονται με τη χαλκογραφία του Φλαμανδού χαρτογράφου και γεωγράφου Abraham Ortelius (1527-1598), Η Κρήτη, το νησί του μεγάλου Δία, βρίσκεται στο μέσο της θάλασσας “Creta, Iovis magni medio jacet insula ponto” από το βιβλίο Ortelius, Abraham, Theatrum Orbis Terrarum, Αμβέρσα, 1584 και μια ανεξάρτητη χαλκογραφία του Henri Scheurleer, Turkey in Greece “Turquie en Europe”.
Η θεματική συλλογή συμπληρώνεται με δεκατέσσερις χάρτες μικρότερων διαστάσεων με τις χαρτογραφήσεις επιμέρους περιοχών της νήσου. Μια ιδιαίτερη και αρκετά σημαντική χαλκογραφία μικρών διαστάσεων της Νησίδας Γραμβούσας από τον Ολλανδό ιατρό και συγγραφέα ιστορικών και γεωγραφικών βιβλίων Olfert Dapper (1636-1689) στο βιβλίο Dapper Olfert, Naukeurige Beschryving der Eilanden in de Archipel der Middelantsche Zee, Cyprus, Rhodes, Kandien, Samos, Scio, Negroponte, Lemnos, Paros, Delos, Patmos, en andere, in groten getale, Wolfgangh, Άμστερνταμ, 1688, καθώς και μια χαλκογραφία από τον Ιταλό κοσμογράφο και χαρτογράφο Vincenzo Maria Coronelli (1650-1718), Το κάστρο του Σελίνου “Castel Selino” και το Φραγκοκάστελλο “Castel Franco” στο βιβλίο Coronelli, Vincenzo Maria, Isolario, descrittione geografico–historica, sacro–profana, antico–moderna, politica, naturale, e poetica. Mari, golfi, seni, piagge, porti, barche, pesche, promontorj, monti, boschi, fiumi […], Βενετία 1692.
Τέλος, δώδεκα χάρτες μικρών διαστάσεων από τον Ιταλό ζωγράφο και χαρτογράφο Marco Boschini (1602-1681) με χαρτογραφήσεις περιοχών του Αποκόρωνα, των Σφακίων, του Σελίνου, της πόλης των Χανίων και της Σούδας, καθώς και μια χαρτογράφηση μέρους της ακτογραμμής της Χερσονήσου στο Ηράκλειο.
Ιστορική αναδρομή για την εξέλιξη της χαρτογραφίας
Από την αρχαιότητα, παρατηρούνται αρκετά σημαντικές απόπειρες χαρτογράφησης περιοχών με απώτερο στόχο να παρέχονται στους ανθρώπους πληροφορίες τόσο για την ξηρά όσο και τη θάλασσα. Στο πέρασμα των αιώνων η χαρτογραφία εξελίζεται με την προσθήκη νέων δεδομένων και οργάνων, αλλά και την εξέλιξη της αντίληψης και της σκέψης του ανθρώπου για τον τόπο, στον οποίο ζει. Στην Αρχαία Ελλάδα ο Θαλής ο Μιλήσιος (624-547 π.Χ.) πίστευε πως η γη είναι επίπεδη και ότι στηρίζεται πάνω σε νερό άποψη που έβρισκε μεγάλη ανταπόκριση με τη θεώρηση της επιπεδότητας του τότε γνωστού κόσμου, ενώ ο Αναξίμανδρος (611-547 π.Χ.) χάραξε τον κόσμο πάνω σε μια στρογγυλή ορειχάλκινη πλάκα.
Αργότερα, ο Πυθαγόρας (580-496 π.Χ.) και ο Παρμενίδης (π.515-π.470 π.Χ.) ισχυρίστηκαν, πλέον με θετικό πρόσημο τη σφαιρικότητα του κόσμου, ενώ επόμενος και καθοριστικός σταθμός στην εξέλιξη της χαρτογραφίας είναι ο 2ος αιώνας μ.Χ., με τη δράση του Αλεξανδρινού αστρονόμου και γεωγράφου Κλαύδιου Πτολεμαίου (87-150 μ.Χ.). Στο έργο του “Γεωγραφική Υφήγησις” παρέχονται συγκεντρωτικά όλα τα απαραίτητα στοιχεία, οι μετρήσεις και η μέθοδος, που απαιτείται για να δημιουργηθεί ένας χάρτης. Από την περίοδο του Μεσαίωνα και τις αρχές της Αναγέννησης η δημιουργία ενός χάρτη αρχίζει να γίνεται απαραίτητη λόγω των εξερευνήσεων και ανακαλύψεων νέων περιοχών. Στα τέλη του 14ου αιώνα έχουμε, επομένως, τη δημιουργία των πρώτων πορτολάνων, χαρτών που απεικόνιζαν μόνο τις ακτές παρέχοντας σημαντικές πληροφορίες στους θαλασσοπόρους.
Οι απαρχές της χαρτογραφίας και τα ειδικά σύμβολα
Μετά από τις απόπειρες αυτές, επόμενος σταθμός, χρονικά, είναι η Ιταλική Αναγέννηση με δύο πολύ σημαντικές χαρτογραφήσεις των ιταλικών πόλεων Ίμολα και Βερόνα από τον σπουδαίο Φλωρεντινό ζωγράφο και γλύπτη Leonardo da Vinci (1452-1519). Η χαρτογράφηση της Ίμολα, είναι πολύ σημαντική για την εξέλιξη της χαρτογραφίας, καθώς είναι η πρώτη, ουσιαστικά, απόπειρα μιας “δορυφορικής” χαρτογράφησης μιας περιοχής. Ο da Vinci γνωστός για τη λεπτομερέστατη και ακριβή δουλειά του, αλλά και για την ενασχόληση του με πολλά διαφορετικά πεδία, ασχολήθηκε και με τη χαρτογράφηση περιοχών στην υπηρεσία στρατιωτικών αξιωματούχων. Οι ακριβείς μετρήσεις, οι λεπτομερείς αναφορές και το καλλιτεχνικό του ταλέντο συνηγορούν για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.
Ιδιαίτερη αναφορά, θα πρέπει να γίνει στα διάφορα σημαντικά στοιχεία, που απεικονίζονται στους χάρτες, και βοηθούσαν στην πλεύση των καραβιών, όπως οι πυξίδες, τα ναυτικά όργανα και οι κλίμακες, που είναι βασικά στους θαλασσοπόρους και στους εξερευνητές της περιόδου για τον προσανατολισμό τους. Έντονο είναι και το ζωγραφικό στοιχείο στους χάρτες κυρίως στον 17ο αιώνα, όπως φαίνεται από τις χαρτογραφήσεις της Κρήτης του Frederik De Wit με τις εναλλαγές χρώματος. Εκτός από τα βοηθητικά σύμβολα, απεικονίζονται θαλάσσια τέρατα, που απειλούν τα πλοία και πολλές φορές παρουσιάζονται σε χάρτες συγκρούσεις ιστιοφόρων πλοίων στην ανοικτή θάλασσα, όπως χαρακτηριστικά απεικονίζεται σε χαρτογραφήσεις του Marco Boschini.
Η Κρήτη στην ιστορική χαρτογραφία
Η Κρήτη, στο σταυροδρόμι της Ανατολικής Μεσογείου, αποτέλεσε για αιώνες σημείο αναφοράς της ευρωπαϊκής χαρτογραφίας, αντικείμενο θαυμασμού, αλλά και στρατηγικής σημασίας. Από την Αναγέννηση έως τον 18ο αιώνα, η απεικόνιση του νησιού στους χάρτες και τις χαρτογραφικές εκδόσεις της εποχής αποτυπώνει όχι μόνο γεωγραφικά δεδομένα, αλλά και τις πολιτικές, εμπορικές και καλλιτεχνικές αντιλήψεις κάθε εποχής.
Η Ελλάδα, γενικότερα, υπήρξε από τους πρώτους τόπους που απέκτησαν ιδιαίτερη θέση στην ευρωπαϊκή χαρτογραφία. Ήδη από τα τέλη του 15ου αιώνα, οι χάρτες της Βαλκανικής και του Αιγαίου δεν είχαν μόνο γεωγραφικό αλλά και πολιτισμικό χαρακτήρα, καθώς αποτύπωναν το ενδιαφέρον της Δύσης για την κλασική αρχαιότητα, την αρχιτεκτονική κληρονομιά και τα ερείπια των αρχαίων πόλεων. Στους χάρτες του Κλαύδιου Πτολεμαίου και των πρώιμων ιταλικών σχολών (όπως της Βενετίας), η Ελλάδα εμφανίζεται ως χώρος γνώσης και πνευματικής συνέχειας, ενώ στους χάρτες της Αναγέννησης επανέρχεται ως γέφυρα ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση. Η Κρήτη, ως το μεγαλύτερο νησί του ελληνικού χώρου, καταλαμβάνει κεντρική θέση στη χαρτογραφία.
Ο Abraham Ortelius, με το Theatrum Orbis Terrarum (Αμβέρσα, 1570), θεωρείται ο πρώτος που προσέδωσε επιστημονικό χαρακτήρα στη χαρτογραφία, συγκεντρώνοντας τις καλύτερες πηγές της εποχής. Στην περίφημη χαρτογραφική του συλλογή περιλαμβάνεται και ο χάρτης Η Κρήτη, το νησί του μεγάλου Δία, βρίσκεται στο μέσο της θάλασσας “Creta, Iovis magni medio jacet insula ponto”, όπου η Κρήτη παρουσιάζεται με λεπτομέρεια, ενταγμένη στο πλαίσιο της κλασικής γεωγραφίας και μυθολογίας. Η μορφή του νησιού, επίμηκες από τη δύση προς την ανατολή, αποδίδεται με ακρίβεια, ενώ η αναφορά στον Δία υποδηλώνει τη σύνδεση του τόπου με τον αρχαίο κόσμο.
Λίγες δεκαετίες αργότερα, ο Marco Boschini, καλλιτέχνης και χαρτογράφος της Βενετίας, φιλοτέχνησε το 1651 τον Carta del Regno di Candia, έναν από τους πιο εμβληματικούς χάρτες της Ενετοκρατίας. Ο Boschini, έχοντας υπηρετήσει ο ίδιος ως τοπογράφος στα Ενετικά εδάφη, συνδύασε τη γεωγραφική ακρίβεια με εικαστική αρτιότητα, διακοσμώντας τον χάρτη με οικόσημα, καραβέλες και παραστάσεις πόλεων. Η Κρήτη εμφανίζεται όχι μόνο ως τόπος, αλλά ως «βασίλειο», ένα πολύτιμο στολίδι της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας.
Στα τέλη του 17ου αιώνα, ο Vincenzo Maria Coronelli, μοναχός και γεωγράφος, δημιούργησε τις μνημειώδεις σφαίρες και χάρτες που επαναπροσδιόρισαν την ιταλική χαρτογραφία. Ο χάρτης του για την Κρήτη, λεπτομερής και γεμάτος τοπωνύμια, αντικατοπτρίζει τη μεταβατική εποχή των πολέμων με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπου η χαρτογραφία γίνεται πλέον εργαλείο γνώσης, εξουσίας και επιστημονικής ακρίβειας.
Κατά τον 18ο αιώνα, η γερμανική και ολλανδική χαρτογραφία εισέρχεται δυναμικά στο προσκήνιο. Ο Matthäus Seutter παρουσιάζει στο έργο του εντυπωσιακούς, πλούσια διακοσμημένους χάρτες της Μεσογείου, όπου η Κρήτη παραμένει επίκεντρο εμπορικών και στρατηγικών δικτύων. Ο Henri Scheurleer, Ολλανδός εκδότης του 18ου αιώνα, ενσωματώνει στις χαρτογραφικές του συλλογές την Κρήτη ως κόμβο επικοινωνίας ανάμεσα στην Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική. Τέλος, ο Olfert Dapper, με το έργο του Description exacte des Isles de l’Archipel (1688), προσφέρει μια χαρτογραφική αποτύπωση του νησιού, συνδυάζοντας χάρτες, τοπογραφικά σχέδια και αφηγήσεις περιηγητών.
Η Κρήτη, μέσα από τα έργα αυτών των χαρτογράφων, αποκαλύπτεται ως τόπος διασταύρωσης γνώσεων, συμβολισμών και αυτοκρατορικών βλέψεων. Οι χάρτες του νησιού δεν είναι απλές γεωγραφικές απεικονίσεις, αλλά τεκμήρια ενός κόσμου όπου η επιστήμη, η τέχνη και η πολιτική συνυπάρχουν. Κάθε χάρτης είναι και μια μαρτυρία για το πώς η Κρήτη, «η νήσος του Διός», συνέχισε να εμπνέει το βλέμμα της Ευρώπης ανά τους αιώνες.
Η συμπλήρωση της έκθεσης «Η Κρήτη στην Ιστορική Χαρτογραφία» είναι μια ιδιαίτερα, σημαντική διαδικασία και θα προσπαθήσουμε να συνεχίσουμε τον εμπλουτισμό της και στο μέλλον. Η προσπάθεια μας τα τελευταία χρόνια για τον συνεχή εμπλουτισμό των συλλογών μας και την καλύτερη δυνατή προβολή τους συνεχίζεται με κύριο γνώμονα την προάσπιση της πολιτισμικής και ναυτικής ιστορίας και κληρονομιάς του τόπου μας.
Βιβλιογραφία
- Ζαχαράκης, Χρήστος Γ., «Κρήτης νήσου θέσις», τέσσερις αιώνες έντυπης
χαρτογραφίας της Κρήτης 1477-1800, Εκδόσεις Μικρός Ναυτίλος, Ηράκλειο 2004.
- Συλλογικό, Candia, Creta, Κρήτη, ο χώρος και ο χρόνος 16ος – 18ος αιώνας, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2005.
- Τόλιας, Γιώργος, Ιστορία της χαρτογραφίας του ελληνικού χώρου 1420-1800, χάρτες της συλλογής Μαργαρίτας Σαμούρκα, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 2008.
- Τόλιας, Γιώργος, Οι Ελληνικοί ναυτικοί χάρτες, Πορτολάνοι 15ος-17ος αιώνας, συμβολή στη μεσογειακή χαρτογραφία των νεότερων χρόνων, Εκδόσεις Ολκός, Αθήνα 1999.
- Τόλιας, Γιώργος, Τα νησολόγια, η μοναξιά και η συντροφιά των νησιών, Εκδόσεις Ολκός, Αθήνα 2002.
- Basilicata, Francesco, Το Βασίλειον της Κρήτης, Cretae Regnum, Εκδόσεις «Μικρός Ναυτίλος», Βικελαία Βιβλιοθήκη, Σύνδεσμος Τ.Ε.Δ.Κ. Κρήτης, Ηράκλειο 1994.
Υπόμνημα εικόνων
- Γενική άποψη θεματικής συλλογής «Η Κρήτη στην Ιστορική Χαρτογραφία»
- De Wit Frederik (1630–1706), Η Νήσος Κρήτη και οι οχυρώσεις της “Insula Candia ejusque fortification”, π. 1680, Χαλκογραφία χρωματισμένη με το χέρι, 52,5 × 61,5 εκ.
- Seutter Matthäus (1678-1757), Το νησί της Κρήτης χωρισμένo σε τέσσερα μέρη και άποψη του Ηρακλείου “Candia”, 1740, Χαλκογραφία, 50 × 56 εκ.
- Ortelius Abraham (1527-1598), Η Κρήτη, το νησί του μεγάλου Δία, βρίσκεται στο μέσο της θάλασσας “Creta, Iovis magni medio jacet insula ponto”, 1584, Χαλκογραφία, 35 × 47 εκ.
- Boschini Marco (1602-1681), Τοπογραφικό σχέδιο των οχυρώσεων των Χανίων “Pianta della Canea”, 1651, Χαλκογραφία, 21 × 16,5 εκ.






